πυορροούντων

πυορροούντων
πυορροέω
discharge matter
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
πυορροέω
discharge matter
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποροτρίχωση — η, Ν 1. ιατρ. νόσος η οποία προκαλείται από τον μύκητα Sporotrichum schenckii και χαρακτηρίζεται συνήθως από έλκος στη θέση τού ενοφθαλμισμού και από μια άλυση σκληρών ερυθρών πυορροούντων οζιδίων που εκτείνονται από τη θέση τού ενοφθαλμισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”